Κυριακή 25 Μαρτίου 2012

ΑΝ ΟΙ ΖΗΤΙΑΝΟΙ ΣΑΝ ΚΑΙ ΕΜΑΣ ΔΕΝ ΕΔΙΝΑΝ ΤΟ ΑΙΜΑ «ΚΑΠΕΤΑΝΑΙΟΙ» ΣΑΝ ΚΑΙ ΕΣΑΣ ΔΕΝ ΘΑ ΦΟΡΟΥΣΑΝ ΣΤΕΜΜΑ!!!!!!!


Αφιερώνεται στον Απλό Γενναίο Έλληνα που με τον ηρωισμό του ΕΓΡΑΨΕ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ!!!!!! Την ώρα που η αρρώστια αυτού του γένους ΕΙΝΑΙ ΟΛΟΙ ΑΥΤΟΙ ΟΙ ΚΙΟΤΗΔΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΑΝΤΗΔΕΣ που απλά εκμεταλλεύτηκαν τους αγώνες μας για να γραφτεί το ονοματάκι τους στην Ιστορία του Βερέμη και της Ρεπούση.
 ΣΤΟΥΣ ΕΠΩΝΥΜΟΥΣ ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΠΟΥ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥΣ ΓΡΑΦΤΗΚΕ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ
ΤΙΜΑΜΕ ΤΟΝ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ ΤΟΝ ΖΑΪΜΗ ΤΟΝ ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑ ΤΟΝ ΝΙΚΗΤΑΡΑ!!!!!!
ΔΕΝ ΤΙΜΑΜΕ ΤΟΥΣ ΜΑΥΡΟΚΟΡΔΑΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΚΩΛΛΕΤΗΔΕΣ ΤΟΥΣ ΛΑΚΕΔΕΣ ΤΟΥ ΑΓΓΛΙΚΟΥ ΣΤΕΜΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΣΦΟΥΓΓΟΚΩΛΑΡΙΟΥΣ ΤΩΝ ΞΕΝΩΝ και ας γράφτηκε υστερόβουλα το Όνομα τους στην Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, και ας ήταν ΚΙΟΤΗΔΕΣ – ΠΡΟΔΟΤΕΣ και ΛΑΚΕΔΕΣ.

            Τιμάμε αυτούς που στις 17 Μάρτη στην Αρεόπολη και στις 23 Μάρτη στην Καλαμάτα και στην Πάτρα πήραν στο Κυνήγι τους Τούρκους. Μας πληγώνει απέναντι σε αυτούς τους ΗΡΩΕΣ!!!! Να αντιτάσσουμε το ψέμα ότι οι Επανάσταση ξεκίνησε στην Αγία Λαύρα. Μα πως θα η΄ταν δυνατόν οι Έλληνες να έχουν επιτεθεί και να πολιορκούν την Πάτρα και στην μέση της μάχης να τα παρατάνε για να πάνε στα Καλάβρυτα για να τους "Ευλογήσει" τάχα ο επικεφαλής των κοτζαμπάσηδων Παλαιών Πατρών Γερμανός;;; Γιατί κρύβουμε την αλήθεια;;;; 
Ξέρει κανείς το όνομα του ταπεινού τσαγκάρη Παναγιώτη Καρατζά;; Είναι ο ήρωας επικεφαλής των φιλικών της Πάτρας που ξεσήκωσε,  όπλισε τον λαό και πολιόρκησε την Πάτρα. Θα έπαιρνε την πόλη αν οι κοτζαμπάσηδες με επικεφαλής των Γερμανό, δεν συνωμοτούσαν να τον προσδώσουν ακι κατόπιν να τον δολοφονήσουν. Έτσι δεν καταλήφθηκε η πόλη με τραγικές συνέπειες μιας και αποτέλεσε το προπύργιο του Ιμπραήμ στην απόβαση του λίγα χ΄ρονια αργότερα. Πως είναι δυνατόν λοιπόν να μη ξέρουμε καν τον Καρατζά και να τιμάμε τον ρίψασπι και προδότη Γερμανό μαζί με τις δολοπλοκίες του, και τις φιλοτουρκικές προδοσίες του;;;

Όμως τι Έλληνες ήμαστε όταν δεν τιμάμε το Μελέτη Βασιλείου!!! ποιος ήταν αυτός;
Ο Πραγματικός μεγάλος λαϊκός Ήρωας και Απελευθερωτής της ΑΘΗΝΑΣ από τους Τούρκους.
Υπάρχει οδός ΜΕΛΕΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ στην πόλη που απελευθέρωσε; Υπάρχει όμως οδός Μαυροκορδάτου και Κωλλέτη και λοιπών «αγωνιστών» του καναπέ. Ο Βασιλείου απλός αγρότης το Επάγγελμα, εξόπλισε με πανουργία που θύμιζε Οδυσσέα, 1500 χωρικούς. Στις 24 Απρίλη/ 6 Μάη 1821 ξεκινά αιφνιδιαστικά από το Μενίδι και χτυπά την Αθήνα αναγκάζοντας τους; Οθωμανούς  να κλειστούν πανικόβλητοι στην Ακρόπολη. Τι απέγινε αυτός ο ήρωας; Την ώρα ΠΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥΣΕ  ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ, οι Κοτζαμπάσηδες  ανέντιμα τον εκτόπισαν στην Εύβοια και κατόπιν τον δολοφόνησαν.

ΤΙΜΑΜΕ ΤΟΝ ΠΛΟΙΑΡΧΟ ΑΝΤΩΝΗ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ στις 30 Μαρτη/11 Απρίλη ο Πλοίαρχος Α. Οικονόμου με λαϊκή καταγωγή, στρατολογεί 500 ναύτες στην Ύδρα και την απελευθερώνει. Με το βάρος των όπλων υποχρεώνει τους Κοτζαμπάσηδες να ανοίξουν τα σεντούκια με τους Θησαυρούς τους, και να ενισχύσουν την Επανάσταση.
Σχηματίζει τριμελή επαναστατική Επιτροπή στην Ύδρα με επικεφαλής τον ίδιο.
 Τι απέγινε αυτός ο ήρωας; Όταν ξεκίνησε στο πέλαγο να καταναυμαχήσει τον Τούρκικο Στόλο, οι Κοτζαμπάσηδες με επικεφαλής τον αναγνωρισμένο «ήρωα» Σαχτούρη τον εκτόπισε στον Μοριά όπου πέθανε λίγο μετά μην αντέχοντας τις μηχανορραφίες εναντίον του.

            ΤΙΜΑΜΕ τον Λυκούργο Λογοθέτη στην ΣΑΜΟ που μόλις κήρυξε την Επανάσταση στο νησί το πρώτο που έκανε ήταν να δώσει τη γή στους αγρότες, εφαρμόζοντας τις διδαχές του ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΟΥ του Αυτοκράτορα του Βυζαντίου ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Β’ του Μακεδόνος. Για τον λόγο αυτό η Σάμος δεν ξαναπατήθηκε από τον Τούρκο, και ακόμα και αν δεν εντάχθηκε μετά την Επανάσταση  στα όρια του Ελληνικού Κράτους, παρέμεινε ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΗΓΕΜΟΝΙΑ, ως την οριστική της Ένωση με την Ελλάδα το 1913.

        ΤΙΜΑΜΕ τον απλό αγρότη ΜΠΑΛΛΗ( δεν ξέρουμε καν το μικρό του) που ξεσήκωσε το νησί της Άνδρου με τους Πάμπλουτους Καραβοκύρηδες, που στα Ορλωφικά είχαν ξεπουλήσει τον Λ. Κατσώνη.

            ΤΙΜΑΜΕ τον πλοίαρχο ΤΣΟΥΠΑ στα Ψαρά που επικεφαλής του Δημοτικού Λαϊκού κόμματος, στις 6/19 Απρίλη του 1821 ακινητοποιεί τους κοτζαμπάσηδες και Υψώνει στο Νησί την Σημαία της Επανάστασης.

ΤΙΜΑΜΕ τους πλοίαρχους Γ. ΠΑΝΟ και ΜΠΟΤΣΑΡΗ που στις 2/15 Απρίλη με την στήριξη του Λαού έβαλαν το Νησί των Σπετσών στην Επανάσταση

            ΤΙΜΑΜΕ τον ΑΝΘΙΜΟ ΓΑΖΗ και τους Επαναστάτες – Διανοούμενους Γρ. Κωνσταντά και Φίλλιπο Ιωάννου  που στις 7/19 Μάη 1821 αποβιβάστηκαν στα Τρίκερι μαζί με τους Καπεταναίους ΜΠΑΣΔΕΚΗ και ΚΟΝΤΟΝΙΚΟ πήραν το ΒΕΛΕΣΤΙΝΟ και  στον  Βόλο εγκατέστησαν της Ελεύθερη Διοίκηση της Θεσσαλίας!!!! Τι απέγινε;  Την ώρα που ο Τούρκος έτρεχε έντρομος να σωθεί οι Τουρκολάτρες Κοτζαμπάσηδες (οι Πρασινοαλήτες της Εποχής) τους χτύπησαν πισώπλατα, και παρέδωσαν την Θεσσαλία στον Οθωμανό Δυνάστη, αποκτώντας για την υπηρεσία τους τεράστιες εκτάσεις γης και εξαθλιώνοντας και άλλο τον Θεσσαλό αγρότη ως το ΚΙΛΕΛΕΡ του 1910.

ΤΙΜΑΜΕ τον Οπλαρχηγό- αρματολό  ΜΑΚΡΗ που βλέποντας τους υπόλοιπους Αρματολούς να κιοτεύουν για να μην χάσουν τα τεράστια προνόμια που είχαν από τον Οθωμανό απείχαν έως τις 25 Μάη/ 7 Ιουν. Από τον  Αγώνα.  
Αυτή η καθυστέρηση των «ηρώων» μετέπειτα οπλαρχηγών παραλίγο να κοστίσει στην Επανάσταση μιας και οι Τούρκοι περνούσαν αντουφέκιστοι και ανενόχλητοι από την Αλβανία προς την Πελοπόννησο.
Τότε ο Μακρής ξεσήκωσε με λίγα παλληκάρια τον λαό  του Μεσολογγίου υψώνοντας το λάβαρο της Επανάστασης

Τέλος στο πρόσωπο όλων εμάς των ΑΠΛΩΝ ανθρώπων ΠΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΑΦΑΝΗ ΑΓΩΝΑ, και το ταπεινό μας Αίμα,  ΓΡΑΨΑΜΕ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ  ΞΕΡΟΝΤΑΣ ΟΤΙ ΠΟΤΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΑΣ ΔΕΝ ΘΑ ΓΡΑΦΤΕΙ ΣΤΑ «ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ». Στο όνομα λοιπών του ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ
ΤΙΜΑΜΕ  ΤΗΝ ΨΥΧΗ και ΤΟ ΑΙΜΑ, του θρυλικού Ματρόζου , πού έδωσε ΟΛΑ τα υπάρχοντα του  για τον αγώνα!!!!!  Είχε  σπίτια ,χρυσαφικά, καράβια, και αφού τα διέθεσε όλα στην Πατρίδα  ,άρπαξε ένα απ`αυτά τα καράβια,  και έγινε ένας απ`τους μπουρλοτιέρηδες που γράψανε το ναυτικό έπος του 1821, μαζί με ,τον ΚΩΣΤΑΝΤΗ ΚΑΝΑΡΗ.

Μετά την απελευθέρωση ο Ματρόζος κατάντησε ΖΗΤΙΑΝΟΣ!
ΠΟΣΟΙ ΑΠΟ ΕΣΑΣ ΤΟΝ ΞΕΡΕΤΕ;- ΠΟΣΟΙ ΤΟΝ ΤΙΜΑΤΕ;
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ ΑΝΤΑΡΤΗΣ ΚΛΕΦΤΗΣ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙ
ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΑΧΑ Ο ΛΑΟΣ,
Σας αφιερώνουμε ως κύκνειο άσμα  το ποίημα του Γ. Στρατήγη στον Ματρόζο
Και επειδή ΜΑΤΡΟΖΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΜΑΣ.

Ένας Σπετσιώτης γέροντας, σκυφτός από τα χρόνια,
με κάτασπρα μακριά μαλλιά, με πύρινη ματιά,
σαν πλάτανος θεόρατος γυρμένος απ' τα χιόνια,
περνούσε πάντα στο νησί τα μαύρα γηρατειά.

Είναι από κείνη τη γενιά κι ο γέρο καπετάνος
που ακόμα και στον ύπνο του την έτρεμε ο Σουλτάνος

Είναι από κείνους που έχυσαν το αθάνατό τους αίμα,
από τους χίλιους που έβγαλες, πατρίδα μου χρυσή,
είναι από κείνους που έβαλαν στην κεφαλή σου στέμμα
και άγνωστοι σβηστήκανε στο δοξαστό νησί.
Είχες αστέρια ολόλαμπρα στον ουρανό σου κι άλλα,
μα εκείνα που δεν έλαμψαν ήσανε πιο μεγάλα.

Σαν έγραψαν με το δαυλό της ιστορίας μόνοι,
χωρίς γι’ αυτούς τους ήρωες μια λέξη αυτή να πει,
με την πληγή τους για σταυρό κι ατίμητο γαλόνι,
άλλοι στα δίχτυα εγύριζαν και άλλοι στο κουπί.
Κι οι στολοκάφτες των Σπετσών, τ' ατρόμητα λιοντάρια,
με τις βαρκούλες έπιαναν στο περιγιάλι ψάρια.

Ο γέρος μας παράπονο ποτέ δε λέει κανένα,
μα καπετάνους σαν ιδεί μες στα βασιλικά,
εκείνους που 'χε ναύτες του με μάτια βουρκωμένα
στα περασμένα εγύριζε και στα πυρπολικά,
και ξαπλωμένος δίπλα μου, μου ‘λεγε εκεί στην άμμο
πόσα καράβια εκάψανε στην Τένεδο, στη Σάμο.

"Παιδί μου, τώρα εγέρασα, παιδί μου θ' αποθάνω",
στο τέλος πάντα μου 'λεγε μ' έν' αναστεναγμό,
"Ένας Ματρόζος δεν μπορεί να κάνει το ζητιάνο,
μα να βαστάξω δεν μπορώ της πείνας τον καημό.
Κλαίω που αφήνω το νησί, θα πάω στην Αθήνα,
πριν πεθαμένο μ' εύρετε μια μέρα από την πείνα...

Μου λεν, ο καπετάν Κωνσταντής, απ' τα Ψαρά κει πέρα,
πως υπουργός εγίνηκε μεγάλος και τρανός,
κι αν θυμηθεί πως τη ζωή τού έσωσα μια μέρα
απ' έξω από την Τένεδο, μπορούσε ο Ψαριανός
να κάνει τίποτε για με κι ίσως να δώσουν κάτι
σ' εκείνον που 'χε τάλαρα τη στέρνα του γεμάτη".

Πέντε έξι ημέρες ύστερα εμπήκε στο βαπόρι
κι ακουμπιστός περίλυπος επάνω στο ραβδί,
ως που στην Ύδρα έφθασε, εγύριζε στην πλώρη
το λατρευτό του το νησί ο γέροντας να δει.
Και σκύβοντας τα κύματα δακρύβρεχτος ερώτα,
πως φεύγει τώρ' απ' το νησί και πως ερχόταν πρώτα.

"Εδώ τι θέλεις, γέροντα;" ρωτά τον καπετάνο
στο υπουργείον εμπροστά κάποιος θαλασσινός
ντυμένος στα χρυσά. "Παιδί μου, είναι πάνω
ο Κωνσταντής;". "Ποιος Κωνσταντής;". "Αυτός... ο Ψαριανός".
"Δε λεν κανένα Ψαριανό, εδώ είναι Υπουργείο,
να ζητιανέψεις πήγαινε μες στο φτωχοκομείο!".

Ο γέρος ανασήκωσε το κάτασπρο κεφάλι
και τα μαλλιά του εσάλεψαν σαν χαίτη λιονταριού
και με σπιθόβολη ματιά μες απ' τα στήθια βγάνει
με στεναγμό βαρύγνωμο φωνή παλληκαριού :
"Αν οι ζητιάνοι σαν κι εμέ δεν έχυναν το αίμα,
οι καπετάνοι σαν και σε δεν θα φορούσαν στέμμα!"


Τότε ο Κανάρης που άκουσε φιλονικία κάτου,
στο παραθύρι πρόβαλε να δει ποιος τον ζητεί
και το νησιώτη βλέποντας λαχτάρησε η καρδιά του
και να 'ρθει επάνω διέταξε με τον υπασπιστή.
Κάτι η φωνή του γέροντα του εξύπνησε στα στήθη,
κάτι που μοιάζει με όνειρο μαζί και παραμύθι.

Τον κοίταξε τα μάτια του μες στα μακριά του φρύδια,
που μοιάζανε σαν αετούς κρυμμένους στη φωλιά,
στον καπετάνο εφάνηκαν με την φωτιά την ίδια,
όταν τα εφώτιζε ο δαυλός τα χρόνια τα παλιά.
Κι ένας τον άλλο κοίταζε κατάματα οι δυο γέροι,
ο ημίθεος τον γίγαντα, ο ήλιος το αστέρι.

"Δεν με θυμάσαι, Κωνσταντή;" σε λίγο του φωνάζει,
"γρήγορα συ με ξέχασες, μα σε θυμάμαι εγώ!...".
"Ποιος το 'λπιζε να δει ποτές", ο γέροντας στενάζει,
"τον καπετάνο ζήτουλα, το ναύτη υπουργό!...".
Και σκύβοντας την κεφαλή στα διάπλατά του στήθη,
τη φτώχεια του ελησμόνησε, τη δόξα του εθυμήθη.

"Ποιος είσαι, καπετάνο μου; Και ποιο 'ναι το νησί σου;",
ο Ψαριανός τον ερωτά με πόνο θλιβερό,
"πενήντα χρόνια, μια ζωή, περάσανε, θυμήσου
απ' της καλής μου εποχής, εκείνης τον καιρό.
Μήπως στην Σάμο ήσουνα την εποχή εκείνη;
Στην Κω, στην Αλεξάνδρεια, στη Χιο, στη Μυτιλήνη;"

Απ' έξω απ' την Τένεδο ...πενήντα πέντε χρόνια
επέρασαν απ' την στιγμήν εκείνη, σαν φτερό.
Σαν να σε βλέπω Κωνσταντή, δε θα ξεχάσω αιώνια...
Ακόμα στο μπουρλότο σου καβάλα σε θωρώ...
Χρόνος δεν ήταν που 'καψες στη Χιο τη ναυαρχίδα
κι ήταν η πρώτη μου φορά εκείνη που σε είδα...

Απ' έξω απ' την Τένεδο, θυμάσαι; Μια φρεγάδα
σ' έβαλε εμπρός μ' αράπικου αλόγου γληγοράδα
μ' οχτώ βατσέλα πίσω της εμοιάζαν περιστέρια
κι εσύ γεράκι γύρω τους... επάνω στο μπουρλότο,
που την κορβέτα τίναξες πρωτύτερα στ' αστέρια,
σαν δαίμονας μες στον καπνό γλυστρούσες και στον κρότο.

Σε καμαρώνω από μακριά... κι οι ναύτες κι ο λοστρόμος
μ' εξώρκιζαν να φύγουμε τους είχε πιάσει τρόμος,
γιατί η αρμάδα ζύγωνε επάνω στο τιμόνι
θάρρος στους ναύτες σου έδινες... δεν βάσταξε η καρδιά μου,
σε μια στιγμή χανόσουνα, σε μια στιγμή και μόνη
και "όρτσα! μάινα τα πανιά!" φωνάζω στα παιδιά μου.

Στο στρίψιμο του τιμονιού μας σίμωσες... μ' αντάρα,
ο Τούρκος κοντοζύγωνε η μαύρη μου καμπάρα
αστροπελέκια και φωτιές και κεραυνούς πετούσε,
μα σαν δελφίνι γρήγορα κι εκείνος εγλιστρούσε.
Οι ναύτες μου φωνάζανε: "Τι κάνεις καπετάνο;"
Κι εγώ τους λέω: "Τον Ψαριανό να σώσω κι ας πεθάνω...".

Και σου πετώ τη γούμενα... και δένεις το μπουρλότο...
κάνω τιμόνι δεξιά... το φλογερό το χνώτο
του Τούρκου θα σε βούλιαζε - θυμάσαι; Σου φωνάζω,
"Πρώτος απ' όλους ν' ανεβείς", μα δεν μ' ακούς κι αφήνεις
άλλοι ν' ανέβουν... έσκυψα κι απ' τα μαλλιά σ' αδράζω,
και σ' έσωσα κι εφύγαμε... μα δάκρυα βλέπω χύνεις!...".

"Ματρόζε μου!" δακρύβρεχτος ο Κωνσταντής φωνάζει
και μες στα στήθη τα πλατιά σφιχτά τον αγκαλιάζει.
Κι ενώ οι δύο γίγαντες με τα λευκά κεφάλια
στ' άσπρα τους γένια δάκρυα κυλούσαν σαν κρυστάλλια,
δυο κορφοβούνια μοιάζανε γεμάτα από το χιόνι,
όταν του ήλιου το φιλί την άνοιξη το λειώνει.-

    Ο ΑΓΩΝΑΣ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ΚΑΙ ΘΑ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ. ΛΑΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΜΕΝΟΣ ΝΑ ΜΕΝΕΙ ΥΠΟΤΑΓΜΕΝΟΣ